αθέρμαστος

αθέρμαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει θέρμη, πυρετό: Ο άρρωστος σήμερα είναι αθέρμαστος.
2. αθέρμαντος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθέρμαστος — η, ο [θερμαίνω] 1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος 2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος* 3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος …   Dictionary of Greek

  • άζεστος — η, ο (Α ἄζεστος, ον) 1. ο μη ζεστός, χλιαρός 2. ο αζέστατος 3. αθέρμαστος, απύρετος αρχ. αυτός που δεν φτάνει σε βαθμό βρασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζεστός < ζέω] …   Dictionary of Greek

  • άθερμος — η, ο (Α ἄθερμος, ον) ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός νεοελλ. 1. αθέρμαστος* 2. αθέρμιστος* 3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο* λάδι, αγουρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερμός < θέρμη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”